Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκσυγχρόνισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εκσυγχρόνισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εκσυγχρονίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εκσυγχρονίζω