Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.stoˈmi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐στο‐μί‐ζο‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκστομίζομαι, π.αόρ.: εκστομίστηκα