εκσπερμάτισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκσπερμάτισμα < εκσπερματίζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκσπερμάτισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του εκσπερματίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκσπερμάτισμα
|
εκσπερμάτισμα ουδέτερο
|