εκπυρήνιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκπυρήνιση | οι | εκπυρηνίσεις |
γενική | της | εκπυρήνισης* | των | εκπυρηνίσεων |
αιτιατική | την | εκπυρήνιση | τις | εκπυρηνίσεις |
κλητική | εκπυρήνιση | εκπυρηνίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπυρηνίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκπυρήνιση < (ελληνιστική κοινή) ἐκπυρήνισις
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκπυρήνιση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πυρήνας
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκπυρήνιση