Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκπορεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπορεύομαι
  2. θα εκπορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπορεύομαι

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εκπορεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπόρευση