εκπορεύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκπορεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπορεύομαι
- θα εκπορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπορεύομαι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εκπορεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπόρευση