Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκπαραθύρωση οι εκπαραθυρώσεις
      γενική της εκπαραθύρωσης* των εκπαραθυρώσεων
    αιτιατική την εκπαραθύρωση τις εκπαραθυρώσεις
     κλητική εκπαραθύρωση εκπαραθυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπαραθυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπαραθύρωση < καθαρεύουσα ἐκπαραθύρω(σις) + -ση < εκ- + παράθυρ(ον) + -ωσις (-ωση), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική défenestration[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.pa.ɾaˈθi.ɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐πα‐ρα‐θύ‐ρω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Η εκπαραθύρωση της Πράγας (23 Μαϊου 1618)

εκπαραθύρωση θηλυκό

  1. αυτό που πράττουμε όταν πετάμε κάποιον από το παράθυρο
    Στις 23 Μαΐου 1618, η περίφημη Εκπαραθύρωση της Πράγας προκάλεσε τον Τριακονταετή Πόλεμο, όταν οι προτεστάντες ηγέτες πέταξαν από το παράθυρο τους καθολικούς απεσταλμένους της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. (από το άρθρο Πράγα στη Βικιπαίδεια  )
  2. (μεταφορικά) η βίαιη αποπομπή κάποιου από αξίωμα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις εκ και παράθυρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία