εκπαιδεύσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκπαιδεύσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπαιδεύω
- θα εκπαιδεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπαιδεύω
εκπαιδεύσετε