εκμηχανισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκμηχανισμός < εκμηχανίζω + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) mécanisation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκμηχανισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκμηχανισμός
|
εκμηχανισμός αρσενικό
|