Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκλογιμότητα οι εκλογιμότητες
      γενική της εκλογιμότητας των εκλογιμοτήτων
    αιτιατική την εκλογιμότητα τις εκλογιμότητες
     κλητική εκλογιμότητα εκλογιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκλογιμότητα < εκλόγιμος + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκλογιμότητα θηλυκό

  • το σύνολο των τυπικών προϋποθέσεων που πρέπει να συγκεντρώνει ένας υποψήφιος, ώστε να είναι εκλόγιμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία