Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκλαϊκευτικά < εκλαϊκευτικός +

  Επίρρημα επεξεργασία

εκλαϊκευτικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία