εκλέξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκλέξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκλέγω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκλέγω
- θα εκλέξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκλέγω