Δείτε επίσης: ἐκλέγομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈkle.ɣo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κλέ‐γο‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: εκ‐λέ‐γο‐μαι
ομόηχο: εκλέγομε

  Ρήμα επεξεργασία

εκλέγομαι, π.αόρ.: εκλέχτηκα/εκλέχθηκα/εξελέγην, μτχ.π.π.: εκλεγμένος, (ενεργ.: εκλέγω)