εκκλησιάρχης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκκλησιάρχης < μεσαιωνική ελληνική εκκλησιάρχης < αρχαία ελληνική ἐκκλησία + -άρχης < ἄρχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκκλησιάρχης αρσενικό
- (θρησκεία) ο ιερέας (ή ιερομόναχος) που είναι υπεύθυνος για τη γενική φροντίδα και διαχείριση ενός ναού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκκλησιάρχης
|