Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκθαμβώνω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκθαμβώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.θaɱˈvo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐θαμ‐βώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

εκθαμβώνω, αόρ.: εκθάμβωσα, παθ.φωνή: εκθαμβώνομαι, π.αόρ.: εκθαμβώθηκα, μτχ.π.π.: εκθαμβωμένος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη θάμβος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία