Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εκβαρβαρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκβαρβαρώνω
  2. θα εκβαρβαρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκβαρβαρώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

εκβαρβαρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκβαρβάρωση