Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εισρεύσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισρέω
  2. θα εισρεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισρέω