Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εισρεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εισρέω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισρέω
  3. θα εισρεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισρέω