Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εισπράξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισπράττω
  2. θα εισπράξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισπράττω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εισπράξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του είσπραξη