Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εισαγγελέα αρσενικό ή θηλυκό

  1. (αρσενικό) γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του εισαγγελέας
    λόγια μορφή γενικής αρσενικού: του εισαγγελέως
  2. (θηλυκό) αιτιατική και κλητική ενικού του εισαγγελέας