Δείτε επίσης: ἐγκρατεύομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκρατεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκρατεύομαι < ἐγκρατής

  Ρήμα επεξεργασία

εγκρατεύομαι (αποθετικό)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «εγκρατής (& εγκρατεύομαι)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)