Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκεφαλικά < εγκεφαλικός

  Επίρρημα επεξεργασία

εγκεφαλικά

  • όσον αφορά στον εγκέφαλο
    εγκεφαλικά νεκρός
  • υπερτονίζοντας τη λογική εις βάρος του συναισθήματος, ψυχρά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εγκεφαλικά