εγκαρδιώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εγκαρδιώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκαρδιώνω
- θα εγκαρδιώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκαρδιώνω