Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δώρον άδωρον → δείτε τους όρους δῶρον ἄδωρον, δώρο και άδωρος

  Έκφραση επεξεργασία

δώρον άδωρον

Δείτε επεξεργασία