Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δόρυ παλτόν

→ δείτε τη λέξη παλτόν

  Έκφραση επεξεργασία

δόρυ παλτόν ουδέτερο

  1. (οπλισμός) το δόρυ με το οποίο πλήττεται στόχος από μεγάλη απόσταση
  2. το ελαφρύ δόρυ, το ακόντιο, που χρησιμοποιούσαν οι ακοντιστές

Αντώνυμα επεξεργασία