δόκος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δόκος < από το ρήμα δοκέω-δοκῶ < από τη ρίζα -δοκ που προήλθε από μετάπτωση από τη ρίζα -δεκ < από την πρωοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα -dek̑
Ουσιαστικό επεξεργασία
δόκος αρσενικό
Δείτε επίσης : Δόκος, δοκός |
δόκος αρσενικό