Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δωρίζω < μεσαιωνική ελληνική δωρίζω < αρχαία ελληνική δῶρον + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

δωρίζω (παθητική φωνή: δωρίζομαι)

  1. κάνω δώρο
     συνώνυμα: χαρίζω
  2. κάνω μια δωρεά

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δωρίζω < Δωρίς / Δωριεύς + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

δωρίζω

  1. μιμούμαι τους Δωριείς στον τρόπο ζωής
  2. μιλάω όπως οι Δωριείς, μιλάω τη δωρική γλώσσα