Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δωδωναίοι

  1. δωδωναίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. δωδωναίος, στην κλητική του πληθυντικού