δυσπαρευνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσπαρευνία < νεολατινική dyspareunia < αρχαία ελληνική δυσπάρευνος + -ία < δυσ- + πάρευνος < παρά + εὐνή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðis.pa.ɾevˈni.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυσπαρευνία θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική κατάσταση κατά την οποία η συνουσία είναι επώδυνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσπαρευνία