δυσμόθεν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσμόθεν < (ελληνιστική κοινή) δυσμόθεν < αρχαία ελληνική δυσμή + -θεν < δύω
Επίρρημα επεξεργασία
δυσμόθεν
- (αρχαιοπρεπές) από δυτικά, από τη δύση
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσμόθεν
|
δυσμόθεν
|