δυσιδρωσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσιδρωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dyshidrose < ελληνιστική κοινή δυσ- + ἵδρωσις
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυσιδρωσία θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του δυσίδρωση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσιδρωσία
|