δυσηκοΐα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσηκοΐα < ελληνιστική κοινή δυσηκοΐα < αρχαία ελληνική δυσ- + ἀκούω
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυσηκοΐα θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του βαρηκοΐα
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσηκοΐα
|
δυσηκοΐα θηλυκό
|