Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσαριθμησία οι δυσαριθμησίες
      γενική της δυσαριθμησίας των δυσαριθμησιών
    αιτιατική τη δυσαριθμησία τις δυσαριθμησίες
     κλητική δυσαριθμησία δυσαριθμησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσαριθμησία < δυσ- + αρίθμησ(η) + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.sa.ɾiθ.miˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐σα‐ριθ‐μη‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυσαριθμησία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr