Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


[<δύναμις + γίγνομαι]

  Επίθετο επεξεργασία

δυναμογόνος

Αυτός που παράγει δύναμη

π.χ. Δυναμογόνο ερέθισμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αγγλικά: dynamic Γαλλικά: dynamique Ισπανικά: dinámico


|}