δυνάμει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυνάμει < καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική δυνάμει, δοτική ενικού του δύναμις → δείτε τη λέξη δύναμη (δυνατότητα) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðiˈna.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐νά‐μει
- τονικό παρώνυμο: δύναμη
Επίρρημα επεξεργασία
δυνάμει
- δυνητικά
- ↪ κάθε περαστικός είναι δυνάμει πελάτης
- ≈ συνώνυμα: δυνητικά, εν δυνάμει
- με βάση κάτι, επί τη βάσει, σύμφωνα με κάτι
- ↪ δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4...
- ≈ συνώνυμα: βάσει, επί τη βάσει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
με βάση
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
δυνάμει θηλυκό