δρομολόγιον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δρομολόγιον (μαρτυρείται από το 1833) [1]: → δείτε τη λέξη δρομολόγιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
δρομολόγιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το δρομολόγιο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «δρομολόγιον» (στους Ελληνικούς Κώδικες [1833]) - σελ. 307, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου