Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δρομίσκος < αρχαία ελληνική δρόμ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δρομίσκος αρσενικό