δρακουλιάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δρακουλιάρης αρσενικό (θηλυκό: δρακουλιάρα, ουδέτερο δρακουλιάρικο)
- που έχει εμφάνιση δράκουλα
Σημειώσεις επεξεργασία
Σε χρήση φέρεται και ως επίθετο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
δρακουλιάρης
|