Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δουλαμάς οι δουλαμάδες
      γενική του δουλαμά των δουλαμάδων
    αιτιατική τον δουλαμά τους δουλαμάδες
     κλητική δουλαμά δουλαμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δουλαμάς < ντουλαμάς με λόγια επίδραση στην προφορά του [d] < ντολαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική dolama +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðu.laˈmas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δουλαμάς αρσενικό (ενδυμασία)

  1. παραδοσιακό, πολυτελές ρούχο, το δελματίκιον των βυζαντινών [1]
    ※  (από το παραδοσιακό τραγούδι «Η κόρη ταξιδεύτρα» που κατέγραψε ο Claude Fauriel στο Chants populaires de la Grèce moderne το 1825)
    Ιδές κορμί για δουλαμάν, δάχτυλα για την πέναν!
    Ιδές αχείλη για φιλί, κ’ ας ήν’ και ματωμένα!
    ※  από ρούχα φήνα βενετικά φοδράδια ολα /32 άπό κοκκινάδι άλούπια και ντόσια, έτερον δουλαμάν ένα άπό μουχαγιάρι μαΰρον και έτερον δουλαμάν άπό ραζον κατνή μαΰρον γίνονται ολα τα άνωθεν /33 καβάδια και δουλαμάδες τον αριθμόν δεκατέσσερα. (Συμβολαιογραφικό έγγραφο του 1541 από την Κέρκυρα pdf)
  2. ράσο
    ※  δουλαμάς 291 -δερβίση (κ. ντουλαμάς) το ράσο του δερβίση (Τα άπαντα, τόμος 3, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, από: Χρήστος Γιοβάνης, 1972 , σελ. 549 - στο γλωσσάρι [2])
  3. πανωφόρι στολής
    εικόνα δουλαμά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Σάθας, Κωνσταντίνος, Ν. Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει και αναγέννηση της ελληνικής τακτικής, σελ. 201 [1]
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .