δορκάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δορκάδα | οι | δορκάδες |
γενική | της | δορκάδας | των | δορκάδων |
αιτιατική | τη | δορκάδα | τις | δορκάδες |
κλητική | δορκάδα | δορκάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δορκάδα < αρχαία ελληνική ζορκάς / δορκάς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yorkos[1] (ζαρκάδι)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δορκάδα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το ζαρκάδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
δορκάδα
|