δοξάσατε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δοξάσατε
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
- δοξάσατε
- β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής ενεργητικού αορίστου του ρήματος δοξάζω
- "Χριστός γεννᾶται δοξάσατε"
- → δείτε τη λέξη δοξάζω