Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διχόνοια οι διχόνοιες
      γενική της διχόνοιας των διχονοιών
    αιτιατική τη διχόνοια τις διχόνοιες
     κλητική διχόνοια διχόνοιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διχόνοια < αρχαία ελληνική διχόνοια < δίχα (< δίς) + νόος / νοῦς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διχόνοια θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία