διχόνοια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διχόνοια θηλυκό
- η διάσταση απόψεων ή συμφερόντων που υπάρχει ανάμεσα σε δύο μέρη και η συνακόλουθη διχογνωμία και εχθρότητα που προκύπτει απ’ αυτή
διχόνοια θηλυκό