διφυΐα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διφυΐα | οι | διφυΐες |
γενική | της | διφυΐας | των | διφυϊών |
αιτιατική | τη | διφυΐα | τις | διφυΐες |
κλητική | διφυΐα | διφυΐες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διφυΐα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διφυΐα < διφυ(ής) + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διφυΐα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
διφυΐα
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διφυΐᾱ | αἱ | διφυΐαι |
γενική | τῆς | διφυΐᾱς | τῶν | διφυϊῶν |
δοτική | τῇ | διφυΐᾳ | ταῖς | διφυΐαις |
αιτιατική | τὴν | διφυΐᾱν | τὰς | διφυΐᾱς |
κλητική ὦ! | διφυΐᾱ | διφυΐαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διφυΐᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διφυΐαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διφυΐα θηλυκό
- ο διαχωρισμός σε δύο τμήματα, διμέρεια
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 3, 5.12 @scaife.perseus
- διεστῶσαι δʼ ἅνωσθεν ἢ τε μεγάλη φλὲψ καὶ ἡ ἀορτή, κάτω δʼ ἐναλλάσσουσαι συνέχουσι τὸ σῶμα. προϊοῦσαι γὰρ σχίζονται κατὰ τὴν διφυίαν τῶν κύόλων, καὶ ἡ μὲν ἐκ τού ἔμπροσθεν εἰς τοὔπισθεν προέρχεται, ἡ δ ἐκ τοῦ ὄπισθεν εἰς τοὔμπροσθεν,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 3, 5.12 @scaife.perseus
Πηγές επεξεργασία
- διφυΐα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.