Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διφθέρα οι διφθέρες
      γενική της διφθέρας των διφθερών
    αιτιατική τη διφθέρα τις διφθέρες
     κλητική διφθέρα διφθέρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διφθέρα <δέφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διφθέρα θηλυκό

  1. δέρμα κατειργασμένο.
  2. ένδυμα από δέρμα κυρίως κατσίκας (είδος γούνας).
  3. δέρμα κατειργασμένο που χρησιμοποιούνταν για γραφή του οποίου το λεπτότερο είδος αποκαλούνταν περγαμηνή

  Μεταφράσεις επεξεργασία