Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διυλίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διυλίζω
  2. θα διυλίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διυλίζω