Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δισκόφρενο τα δισκόφρενα
      γενική του δισκόφρενου των δισκόφρενων
    αιτιατική το δισκόφρενο τα δισκόφρενα
     κλητική δισκόφρενο δισκόφρενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δισκόφρενο < δίσκος + φρένο
 
Δισκόφρενο αυτοκινήτου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δισκόφρενο ουδέτερο

  1. είδος φρένου για τροχούς το οποίο, βασικά, αποτελείται από ένα δίσκο που περιστρέφεται μαζί με τον τροχό και η επιβράδυνση γίνεται με μία δαγκάνα που επιδρά στον δίσκο
    τα δισκόφρενα είναι πιο ακριβά από τα ταμπούρα αλλά πιο ασφαλή

  Μεταφράσεις επεξεργασία