δισκίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δισκίο | τα | δισκία |
γενική | του | δισκίου | των | δισκίων |
αιτιατική | το | δισκίο | τα | δισκία |
κλητική | δισκίο | δισκία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δισκίο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
δισκίο
|