διπλοσπορά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.plo.spoˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐πλο‐σπο‐ρά
Ουσιαστικό επεξεργασία
διπλοσπορά θηλυκό
- (νεολογισμός, γεωπονία) η διαδικασία κατά την οποία ένα χωράφι σπέρνεται για δεύτερη φορά μέσα σε έναν χρόνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλοσπορά
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr