Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διπλοσπορά οι διπλοσπορές
      γενική της διπλοσποράς των διπλοσπορών
    αιτιατική τη διπλοσπορά τις διπλοσπορές
     κλητική διπλοσπορά διπλοσπορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπλοσπορά < διπλο- + σπορά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.plo.spoˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐πλο‐σπο‐ρά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διπλοσπορά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr