διπλοπενιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διπλοπενιά | οι | διπλοπενιές |
γενική | της | διπλοπενιάς | των | διπλοπενιών |
αιτιατική | τη | διπλοπενιά | τις | διπλοπενιές |
κλητική | διπλοπενιά | διπλοπενιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.plo.peˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐πλο‐πε‐νιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
διπλοπενιά θηλυκό
- (μουσική) το δεξιοτεχνικό παίξιμο δύο ήχων ταυτόχρονα (πρίμο - σεγκόντο) σε λαϊκό έγχορδο όργανο (όπως μπουζούκι, μπαγλαμάς κ.τ.ό.)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλοπενιά
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διπλοπενιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)