διπλοκράτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διπλοκράτηση | οι | διπλοκρατήσεις |
γενική | της | διπλοκράτησης* | των | διπλοκρατήσεων |
αιτιατική | τη | διπλοκράτηση | τις | διπλοκρατήσεις |
κλητική | διπλοκράτηση | διπλοκρατήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διπλοκρατήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διπλοκράτηση[1] θηλυκό
- η κράτηση για δύο διαφορετικούς ανθρώπους της ίδιας θέσης σε κινηματογραφική αίθουσα, θέατρο, μέσο μεταφοράς κ.λπ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλοκράτηση
|
- ↑ διπλοκράτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας