διορώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διορῶ, συνηρημένος τύπος του διοράω
Ρήμα επεξεργασία
διορώ
Συγγενικά επεξεργασία
- διόραση
- διορατικά
- διορατικός
- → δείτε τις λέξεις διά και ορώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
διορώ
|
Πηγές επεξεργασία
- διορώ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)